ἐπίκρανον

ἐπίκρανον
ἐπίκρᾱν-ον, τό,
A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309.
II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκρανο — το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον] νεοελλ. το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα αρχ. 1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος 2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… …   Dictionary of Greek

  • ԳԼԽԱԴԻՐ — (դրի.) NBH 1 0559 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ἑπίκρανον, τουπίκρανιον velamen, capitis ligamen, vitta Ծածկոյթ գլխոյ. գլխաշուք կանանց. եւ որ ինչ արկանի զգլխով եւ պարանոցաւ. լաչակ. ... *Զգլխագիրն ʼի բաց հանցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τοὐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράνοις — ἐπικρά̱νοις , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράνοισι — ἐπικρά̱νοισι , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράνων — ἐπικρά̱νων , ἐπίκρανον that which is put neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκρανα — ἐπίκρᾱνα , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc pl ἐπίκρᾱνα , ἐπικραίνω bring to pass aor ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”